- ύμνος
- Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι αρχαίοι ελληνικοί ύ. στον Απόλλωνα, στον Ήλιο, στη Νέμεση, οι κινεζικοί για τις θυσίες στον Κομφούκιο ή στους αυτοκρατορικούς προγόνους καθώς και οι ινδικοί, μεταξύ των οποίων είναι η Ριγβέδα και η Σαμαβέδα που χρησιμοποιούνται ακόμα στους σημερινούς ναούς. Ιδιαίτερη άνθηση είχαν οι βιβλικοί ύ. των Εβραίων, από τους οποίους κατάγονται οι χριστιανικοί, που στην αρχή αντανακλούσαν την επίδραση των διάφορων ασιατικών λειτουργιών. Ο ύ. διακρίνεται από τον ψαλμό στο ότι αργότερα στηριζόταν σε ποιητικό κείμενο που γράφτηκε ειδικά για την περίπτωση αυτή και δεν ήταν παρμένο από την Αγία Γραφή. Με την έννοια αυτή διαμορφωτές, της χριστιανικής υμνωδίας είναι στο Βυζάντιο ο Ρωμανός ο Μελωδός, του οποίου η ποίηση, ως ύψος και έξαρση, τοποθετείται δίπλα στους αρχαίους Έλληνες λυρικούς, ενώ η μουσική του δεν βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο, και στη Δύση ο Άγιος Αμβρόσιος, που έγραψε πολλούς ύ. των οποίων η λογοτεχνία πλουτίστηκε αργότερα από τους ιδρυτές των μεγάλων καθολικών μοναχικών ταγμάτων. Με μονωδιακό χαρακτήρα συνήθως, ο χριστιανικός ύ. πήρε την πολυφωνική μορφή μόλις το 12o αι. Κατά τα τέλη του 16ου αι. ο Παλεστρίνα δημοσίευσε τη συλλογή Hymni totius anni (Ύμνοι για όλο το έτος), για να αντιμετωπίσει ίσως εκείνους που εμφανίστηκαν στις αρχές του ίδιου αιώνα στη Γερμανία και μπήκαν στη γερμανική λειτουργία σε κοινή γλώσσα από το Μαρτίνο Λούθηρο και που δημιούργησαν τη μεγάλη παράδοση των χορωδιών, που αργότερα ο Μπαχ ανέβασε σε μεγάλα καλλιτεχνικά ύψη. Μεταξύ της ορθόδοξης, της καθολικής και της προτεσταντικής υμνωδίας παρεμβάλλονται οι ύ. των άλλων πολιτικοθρησκευτικών κινημάτων των νεότερων χρόνων, όπως ο καλβινισμός και ο αγγλικανισμός. To 13o και 14o αι. η υμνογραφία πλουτίστηκε από τα ιδανικά της εθνικής ανεξαρτησίας που εκδηλώθηκαν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Έτσι, σε συνδυασμό με ιστορικά γεγονότα, γεννήθηκαν οι εθνικοί ύ. από τους οποίους αρχαιότερος είναι ο ιαπωνικός (η μουσική του ανάγεται στον 8o αι.) και ο πιο δημοφιλής ο γαλλικός: η Μασσαλιώτις, που γράφτηκε από το Ροζέ ντε Λιλ. Ως ελληνικός εθνικός ύ. αναγνωρίστηκαν οι πρώτες στροφές του Ύμνου προς την Ελευθερίαν του Δ. Σολωμού, μελοποιημένοι από το Μάντζαρο.
Στη νεότερη λογοτεχνία, ύ. ονομάζεται μια λυρική σύνθεση που εκφράζει με επισημότητα κάποιο υψηλό αίσθημα θρησκευτικής, πατριωτικής ή κοινωνικής έμπνευσης. Από τους γνωστότερους αναφέρουμε τους εμπνευσμένους Ύμνους του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, που χωρίζονται σε πολλές συλλογές, τους ύμνους του Noβάλις (Ιεροί ύμνοι, Ύμνοι στη νύχτα), ποιητικές εκδηλώσεις της ρομαντικής θρησκευτικότητας και τους επιβλητικούς Ιερούς ύμνους του Μαντσόνι.
* * *ο / ὕμνος, ΝΜΑ·(στην αρχαιότ.)1. ωδή προς τιμήν θεού, ήρωα ή αγίου, ιδίως με χαρακτήρα εγκωμιαστικό, πανηγυρικό («ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν ὕμνον ἀείδουσιν», Ύμν. Απόλλ.)2. φρ. «ομηρικοί ύμνοι» — βλ. ομηρικόςνεοελλ.1. ποίημα ή τραγούδι εγκωμιαστικό (α. «ύμνος τῆς χαράς» β. «ύμνος στην ελευθερία»)2. (κατ' επέκτ.) ενθουσιώδες εγκώμιο («τόν κολακεύουν και τού κάμνουν ύμνους»)3. φρ. α) «εθνικός ύμνος» — άσμα, συνήθως εμβατήριο, που εκφράζει πατριωτικά αισθήματα και ορίζεται επίσημα από ένα κράτος ως σύμβολο εθνικής ενότητας ή είναι καθιερωμένο ως τέτοιο στη συνείδηση τού λαούβ) «εκκλησιαστικός ύμνος»εκκλ. ποίημα που ψάλλεται προς δόξαν τού θεού ή αγίων, που, ανάλογα με την προέλευση, τον τρόπο ψαλμωδίας και το περιεχόμενό του, ονομάζεται στιχηρό, ιδιόμελο, προσόμοιο, αυτόμελο, δοξαστικό, απόστιχο, απολυτίκιο, κάθισμα, αναπαύσιμο, μεσώδιο, ευλογητάριο κ.α.μσν.χρησμός, μαντείααρχ.1. θρηνητικό άσμα που απευθυνόταν προς θεό ή ήρωα («τὸν δυσκέλαδόν θ' ὕμνον Ἐρινύος ἀχεῑν», Αισχύλ.)2. φρ. α) «ὕμνος Ἅιδου» — προσωνυμία που δόθηκε από τον Φρύνιχο στον μουσικό Λάμπρο, επειδή υμνούσε τον θάνατοβ) «ἐπινύμφειος ὕμνος» — γαμήλιο άσμα (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Μορφολογικά η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί είτε με το ὑμήν «υμένας» είτε με το ὑμήν «υμέναιος» (πρβλ. λιμήν: λίμνη, ποιμήν: ποίμνη, στάμνος). Η σύνδεση της με το ὑμήν* «υμένας» θα προϋπέθετε για τη λ. ὑμήν αρχική σημ. «δεσμός, ραφή», οπότε η λ. ὕμνος θα σήμαινε το άσμα που συντίθεται, το προϊόν σύνθεσης (πρβλ. ραψωδία). Η σύνδεση, αφ' ετέρου, τής λ. ὕμνος με το ὑμήν* «γαμήλιο άσμα» θα μπορούσε, κατ' άλλους, να αναγάγει και τις δύο λ., όπως και άλλες τής κατηγορίας τους (πρβλ. διθύραμβος, έλεγος, λίνος), στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].
Dictionary of Greek. 2013.